- τετραγωνώδης
- τετραγων-ώδης, ες,A = τετραγωνοειδής, v.l. in Sch.D.T.p.18 H.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετραγωνώδης — ῶδες, Α [τετράγωνος] τετραγωνοειδής … Dictionary of Greek